απηλεγής

απηλεγής
ἀπηλεγής, -ές (Α)
βλοσυρός, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)-* + ηλεγής < αλέγω «φροντίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλέγω — ἀλέγω (Α) 1. φροντίζω, μεριμνώ, απασχολούμαι, με μέλει για κάτι, νοιάζομαι για κάτι 2. προσέχω, εκτιμώ, σέβομαι 3. συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική κυρίως λέξη, που απαντά μόνο σε χρόνο ενεστώτα και χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • απηλεγέω — ἀπηλεγέω (Α) [απηλεγής] παραμελώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”